-
1 миндаль
миндаль м 1) {плод) το αμύγδαλο 2) (дерево) η αμυγδαλιά* * *м1) ( плод) το αμύγδαλο2) ( дерево) η αμυγδαλιά -
2 миндаль
1. (дерево) η αμυγδαλιά 2. (плод) το αμύγδαλοземляной - см. чуфаРусско-греческий словарь научных и технических терминов > миндаль
-
3 миндаль
миндальм1. (плод) τό ἀμύγδαλο[ν]:горький \миндаль τό πικραμύγδαλο· сладкий \миндаль τό γλυκό ἀμύγδαλο· \миндаль в сахаре τό ἀμυγδαλάτο, τό μαντολᾶτο·2. (дерево) ἡ ἀμυγδαλιά. -
4 миндалевый
επ.1. της αμυγδαλιάς αμυγδαλοειδής•-ое дерево η αμυγδαλιά.
2. πλθ. -ые τα αμυγδαλοειδή. -
5 миндаль
-я (-ю) α.1. αμυγδαλιά•цветущий миндаль ανθισμένη μυγδαλιά•
миндаль горький α) η πικρο-μυγδαλιά. β) το πικρομύγδαλο•
сладкий миндаль α) μυγδαλιά η γλυκόκαρπη. β) γλυκομύγδαλο.
2. αθρσ. τα αμύγδαλα•миндаль в скорлупе αζεκόκκιστα αμύγδαλα•
миндаль в сахаре ή обсахаренный миндаль αμύγδαλα ζαχαρωμένα.
3. αμυγδαλοσπέρματα. -
6 миндальный
επ.1. της αμυγδαλιάς αμυγδά-λινος•-ое дерево η αμυγδαλιά•
миндальный вкус αμυγδάλινη γεύση.
|| από αμύγδαλο•-ое масло αμυγδαλέλαιο, αμυγδαλόλαδο•
-ое молоко αμυγ-δαλόγαλα.
|| αμυγδαλάτος, αμυγδαλωτός•-ое печенье αμυγδαλωτό μπισκότο.
2. ρόδινος (όπως το χρώμα των λουλουδιών της αμυγδαλιάς)•-ые щёки ρόδινα μάγουλα.
3. μτφ. υπέρ το δέον τρυφερός•-ая улыбка παρατραβηγμένο χαμόγελο.
εκφρ.миндальный камень – αμυγδαλίτης, αμυγδαλόπετρα, ορυκταμύγδαλο.
См. также в других словарях:
αμυγδαλιά — Καρποφόρο δέντρο της οικογένειας των ροδιδών (δικότυλα). Τυπικό μεσογειακό δέντρο, η α. είναι πιθανότατα ιθαγενής της Μ. Ασίας και φαίνεται ότι η καλλιέργειά της διαδόθηκε στις άλλες μεσογειακές χώρες από τους Έλληνες και τους Ρωμαίους. Στην… … Dictionary of Greek
ἀμυγδάλια — ἀμυγδάλιον neut nom/voc/acc pl ἀμυγδάλιος almond shaped neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμυγδαλίτσα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 178 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπλίας του νομού Αργολίδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μιδέας. * * * και μυγδαλίτσα, η μικρή αμυγδαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. υποκορ. τής λ. αμυγδαλιά] … Dictionary of Greek
βερικοκιά — Δέντρο της οικογένειας των ροδιδών, στην οποία υπάγονται και άλλα πιο μεγάλα οπωροφόρα. Κατάγεται από την κεντρική Ασία. Στην Ελλάδα μεταφέρθηκε πιθανώς κατά τον 1ο αι. π.Χ. Η επιστημονική του ονομασία είναι προύνος η αρμενική. Καλλιεργούνται… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Larisa — Gemeinde Larisa Δήμος Λαρισαίων (Λάρισα) … Deutsch Wikipedia
Nikos Stavridis — Νίκος Σταυρίδης Born 1910 Samos, Principality of Samos (now Greece) Died December 4, 1987 … Wikipedia
Agios Nikolaos (Gemeinde) — Gemeinde Agios Nikolaos Δήμος Αγίου Νικολάου (Άγιος Νικόλαος) … Deutsch Wikipedia
αθασία — και σιά, η αμυγδαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αθάσι. ΠΑΡ. αθασούδα] … Dictionary of Greek
αθασούδα — η [αθασιά] μικρή αθασία, μικρή αμυγδαλιά, αμυγδαλίτσα … Dictionary of Greek
αμυγδάλα — Λίθινα κατασκευάσματα της κατώτερης παλαιολιθικής εποχής σε σχήμα αμυγδάλου. Μερικοί μελετητές έχουν προτείνει να περιληφθεί σε μία και μόνη φάση η κατώτερη παλαιολιθική εποχή (δηλαδή η αχελλαία ή χελλαία περίοδος), με την ονομασία αμυγδαλινή… … Dictionary of Greek